Του αντιδημάρχου Αθηναίων Νικόλαου Βαφειάδη

Sine qua non όρος για μια αποτελεσματική διοικητική μεταρρύθμιση είναι η αναμόρφωση του διοικητικού χάρτη της χώρας. Στην Ευρώπη των Περιφερειών η διακυβέρνηση, ενσωματώνοντας τις αρχές της επικουρικότητας, της εγγύτητας και της εταιρικής σχέσης, έλκει το όραμα της στενής σε ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο συνεργασίας. Καθεμία από τις τέσσερις αυτές βαθμίδες είναι απαραίτητη και η παρουσία της είναι επιβεβλημένη σε όλο το φάσμα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, χωρίς η μια να παρακωλύει το έργο της άλλης.
Στη χώρα μας, η τοπική αυτοδιοίκηση Α’ και Β’ βαθμού αντιμετωπίζει ποικίλλα προβλήματα εκ των οποίων τα σημαντικότερα-που χρήζουν και άμεσης εκρίζωσης- είναι:
πρώτον, η δαιδαλότητα και ο τεράστιος κατακερματισμός αρμοδιοτήτων και ευθυνών εξαιτίας των 1.034 δήμων με τα 6.000 Νομικά Πρόσωπα και τις Δημοτικές Επιχειρήσεις. Οι αιρετοί με τα ισχνά μέσα, που διαθέτουν προσπαθούν να ανταποκριθούν στις πολύπλοκες και συνεχώς αναδυόμενες ανάγκες των δημοτών τους.
δεύτερον, η αναποτελεσματικότητα του θεσμού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, απόρροια του διεκπεραιωτικού, γραφειοκρατικού του χαρακτήρα. Η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση συχνά αποτελεί τροχοπέδη στην αποτελεσματική συμμετοχή στα ευρωπαϊκά όργανα και την Επιτροπή των Περιφερειών, εκεί όπου τα περισσότερα κράτη ασκούν σοβαρή πολιτική διαθέτοντας ρόλο και λόγο. Στην Ελλάδα, είναι κοινός τόπος ότι σε νομαρχιακό επίπεδο είναι αδύνατη η εφαρμογή αναπτυξιακής πολιτικής.
Κανείς σώφρων πολίτης ή πολιτευτής, σε αυτή τη βάση, δεν θα διαφωνούσε με την αδήριτη ανάγκη μείωσης των δήμων και των Δημοτικών Επιχειρήσεων καθώς και την αναδιάταξη του β’ βαθμού αυτοδιοίκησης στις ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες των σημερινών 13 περιφερειών της χώρας στα πρότυπα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, όπως Δανία, Γαλλία, Γερμανία.
Η αναδιάταξη των δήμων σε λιγότερες και ισχυρότερες μονάδες με την ταυτόχρονη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, πόρων αλλά και ευθυνών από την κεντρική διοίκηση στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι αναγκαία συνθήκη για την αποτελεσματικότητα του θεσμού ενώ από την άλλη, η Ευρώπη των Περιφερειών με τις αποκεντρωμένες δομές, την εγγύτητα στον πολίτη, την ηλεκτρονική περιφερειακή διακυβέρνηση και τα ισχυρά, ευέλικτα Περιφερειακά Συμβούλια, που θα αποτελούν πυρήνες διευρωπαϊκής συνεργασίας και διαβούλευσης είναι το όραμα για τον μέλλον της Ένωσης.
Για να προχωρήσουμε από το όραμα στην υλοποίηση του όλου οικοδομήματος απαιτείται προσοχή, διότι κάθε τόσο μεγαλόπνοο σχέδιο εγκυμονεί κινδύνους. Η κατάργηση των Νομαρχιών και η δημιουργία αιρετών περιφερειαρχών σε αριθμό ανάλογο των κρατικών σημερινών περιφερειών επιβάλλει την ταυτόχρονη μετακύλιση αρμοδιοτήτων και πόρων με γεωγραφικά, οικονομικά, πληθυσμιακά κριτήρια. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, διότι στην ελληνική πραγματικότητα είθισται η τακτική τύπου “Gerrymandering”…δηλ. η χάραξη περιφερειών, με τρόπο που να εξυπηρετεί πολιτικές, μικροκομματικές σκοπιμότητες. Αυτός υπήρξε άλλωστε και ο λόγος, που η Ελλάδα πρωτοπορεί στη συχνότητα αλλαγής του διοικητικού της χάρτη! Αυτές οι τακτικές υποσκελίζουν την ισότιμη ανάπτυξη των περιφερειών της χώρας, τα μεγάλα θύματα των εκλογικών συγκυριών..και πλέον θα πρέπει να αποτελούν μια κακή, κάκιστη παρελθοντική ανάμνηση.
Πέρα από αυτό, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα και επιτέλους να διευθετηθεί η οικονομική λειτουργία των Δήμων και των Περιφερειών. Οι επιτελικού και αποφασιστικού χαρακτήρα μετάθεση αρμοδιοτήτων και ευθυνών στους Δήμους, προϋποθέτει και μια γενναία αλλαγή αναφορικά με την οικονομική διαχείριση ίδιων κονδυλίων. Η φορολογική αποκέντρωση δεν χωρά αναβολές, διότι χωρίς οικονομική αυτοτέλεια, οι υπερχρεωμένοι δήμοι θα συνεχίσουν να αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Οι πόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να συνδεθούν με το ΦΠΑ και το ΦΑΠ, μέτρο που θα βοηθήσει στην αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος και στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Η δημιουργία μεγάλων δήμων δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές και σε αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και εξυπηρέτησης του πολίτη. Το κλειδί της επιτυχίας βρίσκεται στη δημιουργία δήμων ισχυρών, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, με αρμοδιότητα στην παιδεία, την υγεία, την πρόνοια και την χωροταξία. Διότι, ένας δήμος μπορεί να γίνει ανταγωνιστικός, όταν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των δημοτών του. Όταν διαθέτει ένα σύγχρονο δίκτυο υποδομών, όταν σέβεται το περιβάλλον, όταν βασισμένος στη διαφορετικότητα της κάθε τοπικής κοινωνίας, συνθέτει και πραγματοποιεί αναπτυξιακά προγράμματα.
Όλα αυτά, οφείλουν να γίνονται στη βάση της διαφάνειας, της πολιτικής λογοδοσίας και της χρηστής διοίκησης. Η θεμελίωση του Ψηφιακού δήμου και η εξοικείωση όλων μας με την ψηφιακή αυτοδιοίκηση και διακυβέρνηση φέρνει τον πολίτη στο επίκεντρο της πολιτικής, στον πυρήνα των διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Μέτρα, όπως η ανάρτηση όλων των αποφάσεων και των πράξεων των οργάνων των ΟΤΑ καθώς και η αυτοματοποίηση των διαδικασιών μέσω του διαδικτύου βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση και υλοποιούν την αρχή της εγγύτητας στον πολίτη και τις ανάγκες του. Οικονομική και διοικητική αποτελεσματικότητα μέσα από οριζόντιες δομές και «δι-επαφές» ανάμεσα σε υπηρεσίες ,ενιαίες και ισχυρές αναπτυξιακές μονάδες, ευρυζωνικότητα, διαφάνεια και ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι οι επιταγές εκείνες, που θα πρέπει να εξαργυρωθούν στο όνομα μιας ουσιαστικής διοικητικής αναδιάρθρωσης και μιας ποιοτικότερης δημοκρατίας.
http://www.ipiros.gr/portal2/index.php?option=com_content&view=article&id=7960:2010-10-18-15-44-15&catid=57:2008-09-24-06-19-04&Itemid=706